Πέμπτη, Φεβρουαρίου 17, 2005

Πόζαρ - Ο καταρράκτης που δε βρήκαμε!



Στου Πόζαρ τα ζεστά νερά, μες τη χαρά γεμάτοι
ξαπλώναμε κι η απόλαυση ήταν πολύ μεγάλη,
ώσπου ο Γιώργης ο ψηλός, ο Γιώργης ο λεβέντης
για καταρράκτη μίλησε που του’πανε πως είδαν.

Ευθύς όλοι απορήσαμε κι η απόφαση ελήφθη
πως αύριο το ξημέρωμα, όλοι μαζί θα πάμε
στις όχθες να βαδίσουμε του ποταμού του άσπρου
και πως τον καταρράκτη αυτόν κι εμείς θα τον ιδούμε!

Με την αυγή ξεκίνησε με γέλια η παρέα,
βουνά και λόγκους να διαβεί και γυριστά ποτάμια,
ώσπου ν΄ακούσει βουητό τρανό του καταρράκτη
που ο Μπουλάκης έλεγε πως είχε αντικρίσει.

Δάση και άγρια βουνά, γεφύρια σαπισμένα,
σκαλιά πολλά κι όχθες λευκές, φαράγγι μέγα είδαν,
ρίζες που αγκαλιάζανε κοτρόνες και λιθάρια,
μα καταρράκτη γύρευαν και δε τον συναντούσαν….

Ο ποταμός μεγάλωσε και πέρασμα δεν είχε
και ο Πετρής ο συνετός, σε πέτρα ξαποσταίνει
«Μήπως να σταματήσουμε??» σκέφτεται η ομάδα
κι όλο κοιτιούνται, δε μιλούν και δεν αποφασίζουν!

«Εμείς θα συνεχίσουμε!!» βροντοφωνάζει ο Γιώργης!
Νούλα και Άσπα χαίρονται κι ο Ντίνος δε δειλιάζει
κι ευθύς με δεξιότητα, πετούν τις κάλτσες πέρα
αρπάζουν τις μαγκούρες τους και μπαίνουν στο ποτάμι.

Η Καίτη σύζυγος καλή, δίπλα στον Πέτρο μένει
κι η Νούλα την εφώναζε «Έλα Καιτούλα, έλα!!
Μαζί θα περπατήσουμε μέχρι τον καταρράκτη
και σαν παιδούλες ξένοιαστες θα πάμε και θα ‘ρθούμε»

Πέτρος και Καίτη, από μακριά μας αποχαιρετούνε,
παίρνουν το δρόμο το σωστό για να γυρίσουν πίσω
κι εκεί στα μέρη τα γνωστά εμάς να περιμένουν
και μεις το δρόμο παίρνουμε για μακρινή πορεία.

Όμορφη η φύση και σοφή μας μάγεψε τα πλείστα
και όλο και βαδίζαμε, μπές βγές μες το ποτάμι.
Δίψα τρανή μας έπιασε και σαν τις ελαφίνες,
πίνουμε γάργαρο νερό απ΄το ποτάμι μέσα.

Ο Γιώργος που μας οδηγεί μαγεύεται απ΄την πλάση
κι ευθύς ως ήπιαμε νερό, αυτός, το δρόμο χάνει
κι εμείς βαδίζουμε γοργά, όλο χαρά γεμάτοι.
σε δρόμο άγνωστο, μικρό, σε άγνωστη πορεία.

Ώσπου η λαφίνα η Νούλα μας, πατάει σε πέτρα άσπρη
κι ως ήταν κείνη γλιτσερή, πέφτει μες το ποτάμι.
Μούσκεμα το παπούτσι της, μουσκίδι και η κάλτσα
κι ο Γιώργης ήταν μακριά να τρέξει να βοηθήσει.

«Ωϊμέ και τρισαλίμονο, τι έπαθα η καυμένη!!»
φωνάζει η Νούλα και ριγούν τα δέντρα και οι θάμνοι.
«Κι ο άντρας μου, ο κύρης μου, το άγιο μου στεφάνι
είναι μακριά και στέκεται κι ακόμα με κοιτάζει!!!

Γιώργη γιατί με άφησες να πέσω στο ποτάμι
και να παγώσω το μικρό καλό μου ποδαράκι!!!
Που πήγες κι έφυγες μακριά κι αντί να με φροντίζεις
Την άμοιρη με άφησες μονάχη να βαδίζω???»

Ο Γιώργης επικράθηκε κι ευθύς για λύση ψάχνει
«Κάθησε εδώ αγάπη μου, αντάμα με την Άσπα
κι εγώ θα τρέξω για να βρω τον έρμο καταρράκτη
κι όταν γυρίσω πίσω εδώ μαζί μου θα σε πάρω!»


«Τι λες βρε Γιώργη!!!»
φώναξε η άτιμη η Άσπα
«Εσύ να κάτσεις τώρα δα, αντάμα με τη Νούλα!
Εγώ έχω άντρα π΄αγαπώ και μόνο δεν αφήνω
και θέλω μόνη μου να ιδώ που είν΄ο καταρράκτης»

Είδε κι απόειδε ο Γιώργης μας και τη μαγκούρα παίρνει
και πως θα συνεχίσουμε το δρόμο, λέει στη Νούλα.
Συννέφιασαν τα μάτια της, εσχίσθη η καρδιά της
μαύρος καπνός και τρίσμαυρος από τη Νούλα βγαίνει

Μα σαν περήφανος αϊτός, αρχίζει να βαδίζει
μαζί με τα βρεμμένα της τα πλατσερά παπούτσια.
Και πλατσ και πλουτσ και πλιτσ και πλατσ, πάλι το δρόμο πήραν
το δρόμο τον ατέλειωτο τον αδικοχαμένο.

Κι αφού οι άντρες πονηροί, γελάσαν τις γυναίκες
αφήνοντάς τες μόνες τους να τους επεριμένουν
και μοναχοί εκίνησαν να βρουν τον καταρράκτη,
μηδέ βουή ακούσανε μήτε είδαν καταρράκτη!

Κι όταν γυρίσαν γελαστοί μετά από μια ώρα,
έγινε μέγας και τρανός καυγάς και νταβαντούρι
κι η Άσπα κατηγόρησε το Γιώργη και το Ντίνο
πως ήταν πονηροί πολύ κι επίτηδες το κάναν.

Με την καρδιά κατάκοπη και το κορμί πιασμένο
δρόμο μακρύ επήρανε πίσω για να γυρίσουν.
Μα ήταν ο δρόμος πιο μακρύς και τελειωμό δεν είχε
και όλο και γυρίζανε σε άγνωστα λημέρια

Και πόδια στραμπουλήξαμε και χέρια εματώσαν
κι οι μέσες μας πιαστήκανε κι ο δρόμος δεν τελειώνει!
Κι ο καταρράκτης ο άφαντος που είδε ο Μπουλάκης
μες το μυαλό τριγύριζε και μας ταλαιπωρούσε.

Αγκομαχώντας φτάσαμε στο έρμο το αμάξι,
αφού στο δρόμο μάθαμε από άλλους οδοιπόρους
ο καταρράκτης ο άφαντος πως ήταν παραπέρα,
όχι από κει που πήγαμε, μα από άλλο δρόμο.

Κι έμεινε ο πόθος μας τρανός μες την καρδιά, μεγάλος
που καταρράκτη ψάξαμε και δε μας φανερώθη.
Κι ο πόνος του κορμιού οξύς κι οι μέσες ρημαγμένες
και θέλαμ’ όλοι έμπλαστρα και Μesulit αντάμα.

Πέτρος και Καίτη χάρηκαν που μας ξανανταμώσαν
και στην αρχή μας κοίταζαν μόνο και δε μιλούσαν.
Μα σαν η ώρα πέρασε κι ησύχασαν κι εκείνοι
αρχίσαν και οι δυο μαζί να μας ψιλοδουλεύουν.

Μέχρι που ο Πέτρος μ ’όρκισε, την ιστορία να γράψω
για να θυμόμαστε συχνά το πάθημα το μέγα
και να τονίσω πως εγώ κι η Νούλα, οι ομορφούλες,
παιδούλες ξεκινήσαμε κι ήρθαμε πίσω Κούλες…..

Free Counters
Free Counter Hungry For Life