Δευτέρα, Μαρτίου 12, 2007

Πιάνω τη Vitaπάσσα..

Το μάτι αμακιγιάριστο, μισοπρησμένο με τα βλέφαρα κολλημένα απ΄την τσίμπλα! Αυτή η γαμημένη η Άνοιξη με τις αλλεργίες! Τρίβει με λύσσα, το μάτι πονάει, πού να τρέχει τώρα να πλυθεί! Πιάνει με τα δάχτυλα την τσίμπλα και τη σπάει σε κομματάκια – επιτέλους άνοιξε το μάτι – απλώνει το χέρι και πιάνει το πακέτο, πριν την πρώτη τζούρα βήχει. Το στόμα τσαρούχι, πάλι το ξεφτιλίσανε χτες στου Αντώνη, ίσαμε πέντε Τζόνια κατέβασε.

Ο καπνός κατακλύζει τα πλεμόνια και τα καίει, κοιτάζει λοξά το τηλεγράφημα …. Τι φλασιά ήταν αυτή με το τηλεγράφημα! Άκου κει τηλεγράφημα! Χάθηκαν τα τηλέφωνα τα sms !! Πως του’ρθε? Μόνο σε κάτι κηδείες θυμόταν τους δικούς της να στέλνουν τηλεγραφήματα , άκου κει τηλεγράφημα! Γιατί? Για να της πει ότι θα μείνει άλλες δυο μέρες Κομοτηνή γιατί «κάτι» προέκυψε! Όχι «κάποια» αλλά «κάτι» προέκυψε κι έκλεισε κινητά κι ακίνητα κι άντε να τον βρεις! Τι λογική μπορεί να έχει μια τέτοια κίνηση παρά την αποφυγή της αντιπαράθεσης?

Ρουφάει με πάθος δεύτερη τζούρα και τινάζει τη στάχτη. Το βεληνεκές της αδυνατεί να καλύψει την απόσταση ίσαμε το τασάκι και πέφτει στο βρώμικο χαλί. Τη λιώνει με το γυμνό πόδι και πιάνει στο χέρι το τηλεγράφημα. Το φέρνει κοντά στα μυωπικά της τσιμπλιασμένα μάτια και καρφώνεται. Ένα χαμόγελο αρχίζει ν΄ανατέλλει στα χείλια της. Μ΄αργές κινήσεις πιάνει το τσακμάκι κι ανάβει το μισολιωμένο κεράκι που διακοσμεί το κομοδίνο. Η φλόγα πετιέται ανυπόμονη, το χαμόγελο πλαταίνει, πλησιάζει τη γωνιά του χαρτιού στη φλόγα κι εκείνη την αρπάζει κι αρχίζει να τη σαρώνει… «Τέλειωσες φίλε μου…!» ψιθυρίζει κι αφήνει το καρβουνιασμένο χαρτί να πέσει στο βρώμικο χαλί, δίπλα στο γυμνό της πόδι ….

και ξανασουτάρω....
Εμπρός λοιπόν Μπιχάπι - Ολαστακάρβουνα – Ματζίκα …..


Γαβάθα – εαρινό – καβαλάρης – ωδείο - ξαγγίστρωμα

Free Counters
Free Counter Hungry For Life