Για το Πελίτι.
Το Πελίτι, είναι ένα δέντρο κάπου κοντά στο Δασωτό της Δράμας… Το Πελίτι έιναι και μια φιλοσοφία …
Ο φίλος μου Σπύρος γράφει … :
«Κοντά σ΄ ένα μισοδεμάτι άχυρο, βρισκότανε βαρύς κι ασήκωτος με τις λαστιχένιες του αχτίνες, ο χωματωμένος πατατοεξαγωγέας που τον πρωτοφέραμε στο χωριό δοκιμαστικά από την έκθεση Θεσ/νίκης και πάνω στο παράθυρο με τις παγιδευμένες σφήκες, μέσ’ στην σκόνη και αράχνες, είδα και τις λυχνίες του πειρατικού ραδιοφωνικού σταθμού «Ρομπέν» του αδελφού μου.
Κάποτε στέναζε κι αυτός, από τις αφιερώσεις λαϊκών και ρεμπέτικων τραγουδιών.
-Από τους ραδιοθαλάμους μας, το τραγούδι αυτό: «Πάρε τ’ αχνάρια να με βρεις», αφιερώνεται έξτρα, από το ψηλό το «Πελίτι» (www.peliti.gr), στην όμορφη Καρυδιά.
Στο Πελίτι πήγαιναν τ’ αγόρια και στην Καρυδιά τα όμορφα «πιτσουνάκια» κι ο «Ρομπέν» μέρα - νύχτα, γλυκοχουχούλιζε πόθους και τα όνειρα μας. Κάτω από την ερημίτισσα βελανιδιά, που κρατάει την πορεία της μέσα στον χρόνο, ξεχείλιζαν και οι χυμοί του έρωτα.
Ξαπλωμένοι πάνω στα εύθραυστα φύλλα της, με τα πουκαμισάκια ποτισμένα στο κρασί και την μπύρα, γράφαμε καλλιγραφικές ερωτικές επιστολογραφίες και νιώθαμε τα ρομαντικά γλυκοσκιρτίσματα της νιότης. Η γειτονιά πιο κάτω όλο μυρίσματα, από τριαντάφυλλα και κρίνοι, γιασεμιά και τα ζουμπούλια και στην μεγάλη γλίστρα του βράχου με το πυκνοπράσινο χνούδι κοντά στην πηγή της «Γκιοζές», τα βατράχια και τα κοκόρια ξετρέλαιναν το χωριό. Ξεχώριζε ο κόκορας τ’ Αντώνη, που ορμούσε σ’ όποιον περνούσε από κοντά, τεντώνοντας και το κατακόκκινο λειρί του.
Κοντά στην «Γκιοζέ», καθόμουνα συχνά με ένα φουρφούρι στο χέρι και κοίταζα ψηλά στον καθαρό ουρανό, τα μεγάλα πουλιά που έφτιαχναν παράξενα γεωμετρικά σχήματα και μίκραιναν και χανόντουσαν.
Στου Πελιτιού τον λόφο, πετούσαμε στον δυνατό αέρα και τους ζυμαροκαμωμένους πολύχρωμους αετούς. Και στο τέλος, αφού ενώναμε όλους τους «τσιλέδες», τους αμολούσαμε να φύγουν πίσω στα βουνά, μακριά, στην Βουλγαρία.
Όλος ο κόσμος περίμενε τις Απόκριες, γιατί υπήρχε αίσθηση ότι τότε ακούγονται λιγότερο, τα θυμωμένα λόγια. Στα σπίτια, από την παραμονή, γλυκά, πιοτά, λαγάνες, φαγητά.Η γειτονιά βούιζε από γλέντια, χορούς κι αστεία και στους δρόμους… πανικός, χαλασμός, πανζουρλισμός. Και μέσα στο «κουτούκι» του Σταθήκου, γιρλάντες, μπαλόνια, κομφετί και σακούλα σερπαντίνα.
Ζήτω τα έθιμα του χωριού μας !
Κι ύστερα απ' αυτές τις τρέλες, Καθαρά Δευτέρα κι όλοι μαζί, ξανά στη εξοχή. Εμείς πολυβολείο και στου Πελιτιού τον λόφο, πάνω από τα μνήματα, να πετάξουμε τους ζυμαροκαμωμένους, ( πήραν τα μυαλά αέρα), τους Ουχοκολημένους ντε αετούς μας. Εκεί στην πλαγιά, μικροί μεγάλοι, γιατί όλοι καβαλήσαμε καλάμι.-Λαμπάτι, ένωσε πολλούς "τσιλέδες", δώστο όλο το κουβάρι κι αμόλα, κόντρα στον άνεμο να πάει πολύ ψηλά, μέχρι σύννεφα…
Πρέπει να τους περάσουμε όλους! Πρέπει να τους ξεσκίσουμε όλους!Ο αετός Περήφανος, Καμαρωτός-Δασωτιανός με την πολύχρωμη μακριά ουρά του, χωρίς ξυράφια, υψώνεται σιγά-σιγά στον ουρανό. -Μπά! τι κάνει ο μπαγάσας; Θέλει να φτάσει και τον ήλιο! -Μπας και φτιάχτηκε πολύ ονειροπόλος!-Άσε ασε, με χαρτάκι - τηλεφώνημα, θα του σιάξω γω τα ζύγια και τα ψαλίδια , γιατί πήραν αέρα τα μυαλά του κι από πάνω… μας κουνάει και την ουρά του.
-Μπα μπα! Τι βλέπω! Μας ήρθε "κεφαλάκι", άκου να δεις ποιός ;
Ο αετός! Ο βασιλιάς των πτηνών, που την βρίσκει από ψηλά σαν μας βλέπει τόσο δα μικρούλια, να περπατάμε ανάμεσα στα πεθαμένα δέντρα που στέρεψαν νερό!
-Λαμπάτι, τρέξε! Στείλε mail, τσέπης κινητό, για να δει λίγο τον κάμπο, χωρίς δέντρα, ζώα και πουλιά και τότε…Μπουμ! Φαρδύς πλατύς, σίγουρα θα ζαλιστεί και θα πέσει στο τσαλί. Και σαν του φύγει όλη του η μαγκιά κι η περηφάνια, θα τον σπάσω τα καλάμια και με του καπνού το ράμμα, θα τον σύρω μεσ' στην λάσπη, σαν τρελή την αγελάδα, να μπουκώσει διοξίνη, ραδιενεργό ουράνι και το τοξικό φαρμάκι.
Δεν μπορεί αυτός ψηλά κ’ εγώ τόσο χαμηλά...Με χαλβά, ελιά και ταραμά και τον έκανα και χάρη, Καθαρά που είν' η Δευτέρα ...Να μην πεθαίνει στον αέρα. Όλε!
Όλοι οι Δασωτιανοί έχουμε μια βαθιά αίσθηση συγγενείας μ’ αυτό το δέντρο, λες και αυτό να μας γέννησε.
Στα μεγάλα οριζόντια κλαδιά, με την τριχιά του «βοσκίον», φτιάχναμε την μεγάλη κούνια και με την φόρα που παίρναμε, νομίζαμε πως θα απογειωνόμασταν πάνω στο κλέθρινο τσαρτάκι του καφετζή Μιχάλη.
Στο κλέθρινο τσαρτάκι του καφετζή Μιχάλη, με το ακορντεόν, την λύρα και τους δίσκους των 78 στροφών, γινότανε και ο «κοινός χορός», όπως τον λέγανε. Με τα πολλά φορτηγά που είχε το χωριό, οι δίσκοι έφταναν γρήγορα στο χωριό και η φωνή του Καζαντζίδη συνδύαζε άψογα την Ελληνική μπύρα Φιξ, με το νόστιμο και χωρίς συντηρητικά μεζέ.
Το ζεϊμπέκικο ντόμπρο και μάγκικο χωρίς ακροβατικά. Άσπρο πουκάμισο με μανικέτια και λουστροβαμμένα σκαρπίνια.
Τα κεράσματα, πέφτανε βροχή με τις μελωδίες του Βαλς, του Σλόου και του Σουίνγκ και κάποιοι μοναχικοί μάγκες, «τα σεκλέτια θέλανε σερπέτια», πίνανε με τον εαυτό τους και με το ντέρτι τους, σιγοτραγουδώντας με φωνή τραχιά και μπάσα: “Πέσαν’ τα μάνταλα βαριά και σκοτεινιάσαν’ τα κελιά” »
..πως αγαπώ τους ανθρώπους που γράφουν έτσι …..
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου
<< Home