… και η γη, το σπήλαιον τω απροσίτω προσάγει …
Στις πέντε, πήγα στο χωριό στην εκκλησιά, ανήμερα Χριστούγεννα. Είχε κόσμο, πολύ κόσμο, δεν το περίμενα. Όμορφες μάνες, μ’ όμορφες έφηβες κόρες, όμορφοι πατεράδες, νέοι, με κούτσικα στην αγκαλιά! Παλικαράκια και κοπελίτσες, παιδιά του σήμερα! Δεν το περίμενα! Κοίταξα γύρω… η δική μου η γενιά έλειπε. Είχε παλιούς, είχε και νιούς. Η γενιά των σαραντάρηδων.. απούσα! Πρώτη μου φορά πήγα και γω στην εκκλησιά, ανήμερα Χριστούγεννα.
Στάθηκα σε μιαν άκρη κι απορροφήθηκα απ΄τις εικόνες της εκκλησιάς. Άκουγα και τους ψαλμούς και με γαλήνευαν. Φτωχικό εκκλησάκι, τρίκλιτη βασιλική, με λίγες μόνο τοιχογραφίες, μου θύμισε τη Ρώσικη εκκλησία που ήταν στη γειτονιά μου και που σ΄αυτή μεγάλωσα ακούγοντας «γκόσποντι πομόλιντσα» αντί για «κύριε ελέησον»!
Οι ψαλμωδίες με νύσταξαν και πήγαν το νου μου σε παλιές ιστορίες. Θυμήθηκα μασάλια του πατέρα μου για τις μπάμπες στο χωριό του, στον Γέρμα Καστοριάς που σαν άκουγαν τον παπά να λέει «Λαβών ο Iησούς τον άρτον, ευλογήσας, αγιάσας, κλάσας...» μ΄ένα στόμα όλες ψιθύριζαν «τν’ πορδή σ’ να πιώ Χριστέ’μ» κι ύστερα … «τας θύρας τας θύρας…», νομίζανε «τα στείρας» και σκουντούσανε τις άτεκνες να τρίψουν τις κοιλιές τους για να κάνουν παιδί!Θυμήθηκα κι άλλα πολλά, με πιάνανε γέλια και σαν παιδί που το πιάσανε στα πράσα, ντρεπόμουν και προσπαθούσα να συνετισθώ και να συγκεντρωθώ στη λειτουργία!
Προσευχήθηκα, σκέφτηκα, θυμήθηκα, παρατήρησα, όλα τά’κανα κείνες τις τρεις ώρες κι αυτό με ηρέμησε πολύ! Στις οχτώ έφυγα για το σπίτι, χαρούμενη, γαληνεμένη, σα να ‘χα κάνει ψυχοθεραπεία. Η κουζίνα μοσχοβολούσε φρέσκο καφέ, η γαλοπούλα περίμενε να τη φουρνίσω κι η μέρα των Χριστουγέννων ξεκίνησε αυτή τη φορά διαφορετικά για μένα….
Χρόνια Πολλά! Και του χρόνου!
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου
<< Home