.. των Ελλήνων οι κοινότητες ..
Μια πιατέλα είχε μεζέδες για τσίπουρο, ελιές τσακιστές με λεμόνι και ρίγανη, θρούμπες και πράσινες ξυδάτες, πάστα ελιάς με βασιλικό και σκόρδο, τουρσί μελιτζανάκι γεμιστό, ντοματοπιπεριά τουρσί, καυτερή πιπεριά με λαδόξιδο κι ένα ματσάκι κρίταμα ζεματισμένα στο κρασί αλα Ρουσουνέλο.
Δίπλα της ήτανε το πιάτο το βαθύ,με την πέρδικα την ψημένη στην εφημερίδα, μαδημένη, να κολυμπάει στο λαδολέμονο κι αντάμα της το πιάτο με τα «τσιγαρέλια» και τ΄άλλο με τ΄ «αγριολάχανα». Στη μέση της τράπεζας ήταν στημένη η μπουτζούδα του μπάρμπα Νίκου, γιομάτη απόσταγμα φετεινό από μερλό σταφύλι και γύρω τρο-ύρω καμπόσα μικρά ποτηρούδια για να το κοινωνήσουμε.
Δυο ψωμιά του κιλού μονάχα ζύμωσα, ένα ολικής, επιδοτημένο με ηλιόσπορα κι ένα απλό με κοματούδ’ ολικής μέσα του μην είναι κάτασπρο και παρεξηγηθεί η πέρδικα. Τ΄αλεύρια μου βιολογικά, απ΄τον Πετρόμυλο του Αβέρη, καρσί στη Λακκιά.
Γύρω στη μία τσουγκρίσαμε οι πρώτοι κι αρχίσαμε να κουτσοπίνουμε. Το μπουρδέτο, κατακόκκινο και καυτερό, στο φούρνο κρατιότανε ζεστό κι ήρτε κι η παστιτσάδα να το συντροφέψει μέχρι λίγο ν΄ανάψουν τα αίματα με το απόσταγμα. Στις δύο έφτασε και το σοφρίτο και τα τσουγκρίσματα αρχίσαν ν΄αγριεύουνε.
Δυόμισι είχαμε όλοι μαζευτεί, δεκατέσσεροι νοματέοι κι έτσι αρχίσανε τ΄αποκαλυπτήρια. Μάσαμε τα τσιπουρομεζεδικά και τα τσιπουροπότηρα και βγάλαμε σαλάτες μαρούλι, μπρόκολο με λαδολέμονο και ρόκα με ξερό κρομμύδ΄ και φέτες ντομάτα, καθαρά για το μερλό του μπουρδέτου και της παστιτσάδας και το μοσχάτο Λήμνου που θα συντρόφευε το σοφρίτο. Με χοντρό τρυπητό μακαρόνι την έφκιασε την παστιτσάδα η Αλεξάντρα κι έγινε μούρλια κι εκειό το σοφρίτο μοσκοβόλαγε και σα βελούδο σου χάιδευε το στόμα.
Είπαμε το «…απόψεεεε την κιθάρα μουυυ.. τη στόλιιιισα κορδέλεεεες…» και μετά φέραμε τον Τσιτσάνη, τον Άκη και τον Σταύρο τον Κουγιουμτζή στη συντροφιά μας να τους τρατάρουμε λίγη απ΄την Κέρκυρα που αγαπάμε και να μας τρατάρουν λίγη απ΄τη ζεμπεκιά τους.
Στις πέντε ήπιαμε καφέ με μάντολες και μαντολάτα και κουμ κουάτ γλυκό του κουταλιού απ΄την αυλή μου φρεσκοφτιαγμένο, ήπιαμε και λίγο λικεράκι ομώνυμο κι ύστερα αρχίσαμε τα ξεστρατίσματα στην Πόλη και σ΄ άλλα μέρη, με σοροπιαστά , προφιτερόλ , εκλαίρ, μιλφέιγ και με πιοτά χωνευτικά απ΄το Κάρλοβι Βάρι.
Γελάσαμε, τραγουδήσαμε, φωνάξαμε, δακρύσαμε, χορέψαμε κι ύστερα πάλι πιάσαμε το τραγούδι, άλλοτε με τα μάτια μας κλειστά κι άλλοτε να κοιτάμε κατά κει που ‘ναι αυτοί που λείπουν και στις εννιά το βράδυ το διαλύσαμε κάτω απ΄τον νυχτωμένο ουρανό της Ραιδεστού, στέλνοντας χαιρετίσματα στη φωτισμένη Σαλονίκη….
0 Comments:
Δημοσίευση σχολίου
<< Home