Πέμπτη, Ιουνίου 21, 2007

Τα γλέντια μας ...



Τα γλέντια πολλά στο σπίτι μας. Κάθε Σαββατόβραδο, κόσμος πολύς, παρέα αγαπημένη που η χρυσοχέρα, εργαζόμενη μάνα μου καλοφρόντιζε τρατάροντας πίτες κι άλλα πολλά που’ χε μάθει απ΄την κυρα Σαραφεία, τη Θρακιώτισσα μάνα της! Παρέα απ΄το Πανεπιστήμιο της Σαλονίκης, Μαθηματικοί, Φυσικοί, Φιλόλογοι, όλοι της ίδιας γενιάς, της γενιάς που αναζήτησε κι έστησε πολλά απ΄τα σημερινά! Της γενιάς που ακόμα αναζητά γιατί έτσι έμαθε… Της γενιάς που η χούντα κυνηγούσε!

Και μαζεύονταν σπίτι μας κι όλο το μικρό σαλόνι μας γινότανε ένα μεγάλο τραπέζι κι αυτοί γύρω-γύρω με τα κρασιά τους τραγουδούσαν. Κι ύστερα απ΄το κρασί και το τραγούδι, έφερνε ο πατέρας μου μια μαγνητοταινία απ΄τη μέσα κάμαρα κι άκουγαν κρυφά Θεοδωράκη, στο γκρί φορητό Grundich. Τότε, εμάς τα παιδιά, μας πήγαιναν στο άλλο δωμάτιο, το δικό μου και πολύ σιγά έβαζαν τα τραγούδια και σιγοτραγουδούσαν κι αυτοί μαζί. Αυτό βέβαια γίνονταν αργά, όταν μεράκλωναν, γιατί στην αρχή λέγανε άλλα, νόμιμα, λέγανε κι εκείνο το “... μας κλέψαν την Αννούλα, Αννούλα μας γλυκιά!”. Κι η κυρία Αννούλα χαμογελούσε κι εγώ ήμουν σίγουρη πως δικό της ήτανε το τραγούδι κι αναρωτιόμουνα ποια ήτανε τα τρία Βολιώτικα παιδιά που την κλέψανε και πως τα κατάφερε και γλίτωσε!

Η κυρία Αννούλα! Πόσο όμορφη ήταν! Σαν Ινδιάνα με τα ολόισια κατάμαυρα μαλλιά της. Πόσο αγέρωχη! Τη φέρνω στο νου μου κι η εικόνα παγώνει απ’ τη σπαραχτική κραυγή! «Αχ Άσπα!! Που είναι ο Γιώργος Άσπα μου?» . Με γονάτισε κείνη τη μέρα. Ανταμώσαμε, εφτά χρόνια μετά τον άδικο χαμό του εικοσιοχτάχρονου γιου της και δικού μου παιδικού φίλου, του Γιώργου, σε τροχαίο κι η τσακισμένη Αννούλα με γκρίζα τα μαλλιά ξεκίνησε το μοιρολόι με το που μ΄αντάμωσε.

Ήταν εκεί, κάτω απ΄τη σκιά του Όλυμπου που δρόσιζε τα εφηβικά μας καλοκαίρια, κείνα τα μακρινά καλοκαίρια που οι νύχτες γέμιζαν από κιθάρες και μπουζούκι κι οι μέρες ξεχείλιζαν απ’ τα θαλασσινά παιχνίδια. Ήταν εκεί, στο Λιτόχωρο, στο μεγάλο πάρκο ή στο θερινό το σινεμά ή στο καφενείο που έκανε στάση το ΚΤΕΛ ή πιο πέρα, στους ΜΥΛΟΥΣ που μετρούσαμε φραγκοδίφραγκα και μοιραζόμασταν στα τέσσερα μια πουτίγκα, ένα σακουλάκι πασατέμπο ή ένα σουβλάκι .... Ήταν εκεί, στις σιωπηλές πορείες μας δίπλα στον Ενιπέα και στα πεισμωμένα μας μακροβούτια στο γιαλό του DOLFIN ... κι ήμασταν οι ίδιοι… κείνοι που άκουγαν Θεοδωράκη κι εμείς που απ΄το διπλανό δωμάτιο στήναμε αυτί ….αλλά ήμασταν λειψοί … κι εκείνοι κι εμείς …

Παρασκευή, Ιουνίου 15, 2007

Ο μπαρμπα-Γιώργης

Τρεις κόρες είχε! Τη Φωτεινή, την Αγνή και τη Βιολέτα. Ένα παιδί, τον πατέρα μου και τρία κουρίτσα! Γαλανομάτες, όμορφες, ξανθιές κι οι τρεις σαν άγγελοι! Στα παλιά του τεφτέρια που τα κληρονόμησα μαζί με το επώνυμο, γράφει τα ψώνια που έκανε “δια προίκαν Αγνής, είς τεντζερές”, “δια προίκαν Βιολέτας, σινδόνια” . Όλα τα λογάριαζε και τα μετρούσε ο παππούς! Τι να΄κανε, ένας μισθός έμπαινε στο σπίτι και μ΄αυτόν έπρεπε να τους ταΐσει, να τους σπουδάσει και να φτιάξει και τρεις προίκες.

Δάσκαλος γαρ ο μπαρμπα-Γιώργης, οι κόρες έπρεπε να σπουδάσουν! Όλες, εκτός από μια που θα’μενε να βοηθάει τη μάνα! Ο κλήρος έπεσε στην Αγνή, τη δεύτερη, την πιο έξυπνη, αυτήν που ήθελε να σπουδάσει. Έκλαψε, μουλεγε ο πατέρας μου η Νούλα τότε, τσίριξε, φώναξε, αλλά ο “μπαμπάκας” είχε αποφασίσει. Όπως αποφάσισε κι όταν την πάντρεψε. Η Φώτω, έγινε δασκάλα κι η Βιολέτα, η μικρή άτυχη Βιολέτα, τέλειωσε τη φιλοσοφική. Ντροπαλή κι αναποφάσιστη η Φώτω, όλο άρρωστη ήταν και η προσοχή ήταν στραμμένη σ΄εκείνη. “Πονάει ο λαιμός μου” έλεγε η Βιολέτα, “πιες ένα ζεστό” της λέγανε. Όταν πια εγχείρισε τις αμυγδαλές, ήταν αργά. Η ζημιά στην καρδιά είχε γίνει. Κι αυτή η ζημιά σφράγισε όλη τη σύντομη ζωή της...

Η ξανθιά, γαλανομάτα, αέρινη κι όμορφη σαν τ’ όνομά της Βιολέτα, φοιτήτρια ούσα, γνωρίστηκε με τον Αρχέλαο. Της Φιλοσοφικής κι αυτός, ένα πανύψηλο αδύνατο φτωχόπαιδο, ορφανό που για να βοηθήσει την κυρα Βαϊτσα τη μάνα του, δούλευε από μικρό παιδί στο Δήμο. Κάθε που σουρούπωνε γύριζε τις γειτονιές κι άναβε τις λάμπες του Δήμου.

Μεγάλος έρωτας, μεγάλη αγάπη, Αρχούλης και Βιολέτα ζευγαρώνουν. Διορίζονται κι αφού γυρίζουν όλη την Ελλάδα με την αρρώστια της Βιολέτας να τους βασανίζει και τους δυο, καταλήγουν στη Σαλονίκη.

Είναι οι πιο νέοι θείοι μου και οι πιο κεφάτοι. Καλαμπούρια, παιχνίδια μαζί μου, βόλτες. Αγαπημένη θεία, αγαπημένος θείος.

Η καταγωγή του Αρχούλη απο το Μελισσοχώρι, ένα χωριό έξω απ τη Σαλονίκη που παλιά το λέγανε Μπάλτζα. Αγαπημένο του φαϊ η τοπική «Κολομπαρίνα». Πάντα νόμιζα πως με δούλευαν όταν μου τόλεγαν… Άγνωστη γεύση, μέχρι που έμαθε για χάρη του να το φτιάχνει η Βιολέτα …. Κι ήρθε κι έγινε η πιο αγαπημένη, η πιο δροσερή γεύση που στρογγυλοκάθεται σε όλα τα καλοκαιρινά μου τραπέζια. Λίγο από Βιολέτα που μου λείπει ίσως μου θυμίζει, λίγο από Αρχούλη που πρόσφατα έφυγε κι αυτός να την ανταμώσει, πολύ από αυλές Ελληνικές ….άντε να δούμε καλοκαίρι!!!




Κολομπαρίνα
(παραδοσιακή, γυμνή κολοκυθόπιτα της Μακεδονίας)

ΥΛΙΚΑ
1 κιλό κολοκύθι τριμμένο στο χοντρό τρίφτη
3 αυγά
¼ κιλού τυρί φέτα
μια χούφτα γεμάτη σταρένιο γλυκό τραχανά ή πλιγούρι
μπόλικο δυόσμο
λίγο αλάτι (ανάλογα με τη φέτα) – πιπέρι
Φρυγανιά τριμμένη (ή καλαμποκίσιο αλεύρι)
λάδι

ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Τρίβουμε με αλάτι το κολοκύθι και το αφήνουμε καμιά ώρα να βγάλει τα νερά του. Το στραγγίζουμε καλά και προσθέτουμε μέσα τα αβγά, το πλιγούρι, το τυρί τριμμένο στο χοντρό τρίφτη, το πιπέρι, το δυόσμο ψιλοκομμένο (μπορείς αντί δυόσμου να βάλεις άνηθο ή ΚΑΙ άνηθο) και τρεις κουταλιές της σούπας ελαιόλαδο.

Σ΄ένα ταψάκι ρίχνουμε λάδι στα τοιχώματα και στον πάτο και πασπαλίζουμε μπόλικη τριμμένη φρυγανιά. Αδειάζουμε το μείγμα και σκεπάζουμε πάλι με τριμμένη φρυγανιά. Η παραδοσιακή συνταγή, δεν έχει φρυγανιά αλλά καλαμποκίσιο αλεύρι που απογειώνει τη γεύση.

Εγώ για ευκολία το κάνω με φρυγανιά που πλησιάζει το αποτέλεσμα..

Κ Α Λ Ο Κ Α Λ Ο Κ Α Ι Ρ Ι !

Τετάρτη, Ιουνίου 13, 2007

Το πατρικό μου ...

Λάδι του Νίκου Φωτάκη

Παλιά Χαριλάου! Καμιά σχέση με τη σημερινή! Τα περισσότερα σπίτια, πρώην στάβλοι του Γαλλικού ιππικού, μακρόστενα κτίρια, που έβλεπαν σε δυο δρόμους και έτσι στέγαζαν δυο σπίτια. Ανάμεσα σ΄αυτά, οι στρατώνες, ένα τετράγωνο κτίριο, περιμετρικά χτισμένο, με μια μεγάλη αυλή στη μέση και με τις «Πορτάρες» που σε οδηγούσαν σ΄αυτή στις δυο μεριές του. Καταμεσής της αυλής μια βρύση και γύρω γύρω μικρά σπιτάκια, δυο καμαρούλες και μια μικρή κουζίνα, χωρίς αποχωρητήριο! Οι καμπινέδες ήταν κοινοί, σε μιαν άκρη της αυλής. Εφτά οικογένειες ζούσαν εκεί και τα μοιράζονταν όλα και τις φιλίες και τις χαρές και τους καβγάδες! Εκεί είχε και το «ραφτάδικο» ο μπάμπάς της φιλενάδας μου της Αννούλας. Καθισμένος οκλαδόν πάνω στον πάγκο, ο κυρ-Σαράντης, έραβε απ΄το πρωί ίσαμε τη νύχτα, αμίλητος, αγέλαστος, τι σακάκια, τι πουκάμισα, τι πανταλόνια.Έκοβε κι έραβε κι έραβε κι έραβε…

Το δικό μας σπίτι, ήταν απέναντι απ΄την ανατολική πορτάρα και ήταν το παλιό σπίτι των αξιωματικών. Με τρία δωμάτια. Το ένα, δίπλα στο σαλόνι κι ανάμεσα στην κουζίνα και στην κρεβατοκάμαρα των γονιών μου, κέντρο διερχομένων δηλαδή, όχι δωμάτιο ήταν το δικό μου. Σαλόνι, κουζίνα, τουαλέτα και αποθήκη αποτελούσαν το κεντρικό οικοδόμημα και ένα μεγάλο πλυσταριό στην άκρη του κήπου, χρησίμευε σαν αποθήκη κι εργαστήρι του παππού. Μια σιδερένια στρόγγυλη σκάλα ανέβαζε στην ταράτσα που άπλωνε η μάνα μου τις αστραφτερές της μπουγάδες κι έριχνε και κάνα δάκρυ κρυφά απ΄το μάτι της πεθεράς που σημειωτέον, ζούσε μαζί μας! Δυτικομακεδών ο πατέρας και η παράδοση τον επιβάρυνε με τη φροντίδα των γονιών του που τους είχε μαζί του στο σπίτι.

Ο κήπος μας ήταν φημισμένος σ΄όλη τη γειτονιά. Μ΄ένα στρόγγυλο κιόσκι σκεπασμένο με τριανταφυλλιές και πορτοκαλί χωνάκια στη μέση, με παρτέρια τριγυρισμένα με γαρυφαλάκια και γιομάτα ντάλιες, με διαδρόμους σκεπασμένους απ΄τα αναρριχώμενα, με πασχαλιές ροδιές και δάφνες και με δυο θεόρατα κυπαρίσσια να επιβλέπουν όλη τη Χαριλάου στην πίσω του μεριά.
Ο μπάρμπα – Γιώργης ο πανύψηλος παππούς μου τον φρόντιζε. Δεν ξέρω γιατί, αλλά από μικρή συνδύαζα τραγούδια μ΄ανθρώπους. Και θεωρούσα πως είναι γι αυτούς γραμμένα. Έτσι, όταν και σήμερα ακόμη ακούω “Ο κυρ – Αντώνης πάει καιρός που ζούσε στην αυλή ….” Θυμάμαι τον μπάρμπα – Γιώργη. Ίσως εκείνο το “κι ένα λουλούδι, πάντα φορούσε…” να είν’ αυτό που μου τον φέρνει στο νου. Θεόρατο και χαμογελαστό τον θυμάμαι, μ΄ένα γαρυφαλάκι ανάμεσα στα χείλια και με ένα ψάθινο καπέλο στο κεφάλι. Εκείνος ο πανύψηλος, αγέρωχος, αυταρχικός άνθρωπος, που η γιαγιά τον έτρεμε, έκλαιγε κάθε που μια αγκίδα τσίμπαγε τα μικρά μου δαχτυλάκια κι έσκυβε πάνω απ΄τις τουλίπες και τις γιρλάντες απ΄τα γαρύφαλα και τους μιλούσε, όσο δε μίλησε στις κόρες του ποτέ! …………..

Παρασκευή, Ιουνίου 01, 2007

Τήνελλα Αμαλία ! ! !



Free Counters
Free Counter Hungry For Life