Παρασκευή, Δεκεμβρίου 29, 2006

Κ Α Λ Η Χ Ρ Ο Ν Ι Α . . . . .


Πέμπτη, Δεκεμβρίου 28, 2006

Tradition-ίζον menu για Πρώτο Tραπέζι.


Αυτό το menu, γεννήθηκε την ώρα που έπινα τον πρωινό καφέ μου και βασικό κίνητρο της γέννησής του υπήρξε ένα άρθρο της Νένας στο Ηungry, με το οποίο ζητούσε προτάσεις για κάτι νέο! Σκέφτηκα ότι όλοι θα κινητοποιηθούν και τα γκαρπάτσα κι οι αφροί και τα σορμπέ κι οι σολομοί θα πάνε και θάρθουν και τότε ήταν που αναρωτήθηκα……..!!! «Θα μπορούσε άραγε-ς να προκύψει ένα Traditionίζον menu που νάναι και λίγο γκλαμουράτο και να αναδεικνύει την Ελληνική παραδοσιακή κουζίνα? Για να δούμε!!

Ο τραχανός είναι το Β΄εθνικό φαγητό μετά τη φασολάδα στην Ελλάδα (καθότι η φασολάδα κάνει και ρίμα), ο δε κοκκινιστός, με μπόλικη φρέσκια ντοματούλα, τραχανός (για ξνόν’ τραχανόν’ ομιλώ), αν βράσει με μια σκελίδα σκορδάκι κι ένα τόσο δα κλαδάκι δεντρολίβανο, μετά χτυπηθεί χωρίς δέος στο multi και σερβιριστεί σε κούπα με τριμμένη φέτα, ξεροψημένες άτσαλες μπουκίτσες ξερού ψωμιού κι ένα φυλλαράκι φασκόμηλο αποπάνω για στολίδι, μια χαρά γκλαμουροβλαχιά αποπνέει.
Μη ξεχνάμε ακόμη ότι η αλάδωτη ντοματόσουπα είναι το φαγητό της Μεγάλης Παρασκευής, οπότε παίζει κι η ντομάτα στο παραδοσιακό! Το πιάτο μας αυτό θα το ονομάσουμε «βελουτέ ντοματοτραχανόσουπα» για να μπερδέψουμε κάποιους που ούτε να τον δουν δε θέλουν τον τραχανά!



Πάμε στο 1ο πιάτο!
Τα βουνά της πατρίδας τα καλύψαμε με τη φέτα και τον τραχανό πάμε τώρα θάλασσα μεριά! Τι ψάρι έχει η Ελλάδα μπόλικο? Ποιο ψάρι είναι αυτό που κάνει τη θάλασσά μας να βράζει ? Γαύρος!
Θα πάρουμε το λοιπόν γαύρο θα τον φιλετάρουμε, θα ξαπλώσουμε μες την κοιλίτσα του ένα κλαδάκι μάραθο ή άνηθο και θα τον τυλίξουμε μ΄ένα ζεματισμένο κληματόφυλλο! Άιντε πιάσαμε και τ’ αμπέλια μας! Θα ψήσουμε το «φασκιωμένο γαύρο» με λεμονόλαδο και πιπέρι φρεσκοτριμμένο για λίγο και θα σερβίρουμε σε σχήμα βεντάλιας, πάνω σε φέτες πατάτας (που στο αλατισμένο νερό που τις βράζαμε μας έπεσε κι ένα ποτηράκι ούζο), κάνοντας σχέδια πάνω του με μια σάλτσα γιαουρτιού με σκορδάκι-λεμόνι-αλάτι και ψιλοκομμένο μάραθο.



Εδώ είναι που σκάνε μύτη τα σορμπέ! Εμείς για ξεπλυθεί το στόμα και να περάσουμε στο κρέας θα τους δώσουμε δυνατό δίκταμο ( για να πιάσουμε και τα ενδημικά) ή φλαμούρι με αρκετό λεμόνι, κανέλα και μέλι, σε format σορμπέ και καθαρίσαμε και με το στόμα!



Πάμε 2ο πιάτο τώρα ….!
Παραδοσιακό φαγητό της πρωτοχρονιάς είναι το σελινάτο!
Τα σφαγμένα γ’ρούνια έπρεπε να καταναλωθούν κι έτσι όλο το διάστημα απ΄τα χοιροσφάια και μετά η κρεοφαγία έπαιρνε κι έδινε. Τα λαχανικά που υπάρχουν το χειμώνα εκτός απ΄το λάχανο, είναι το πράσο και το σέλινο.
Θα βράσουμε το λοιπόν το χοιρινό μας με μπόλικο σέλινο όπως κάνουμε το σελινάτο, θα το αυγοκόψουμε κάνοντας μια παχιά κρέμα ενισχυμένη με corn flour και θα σερβίρουμε από μια μερίδα κρέας, πάνω σε μια δίεση τηγανητών πράσων (τα οποία θα έχουμε βράσει πριν τα τηγανίσουμε), συντροφιά με 2 αγκινάρες, γεμισμένες με σέλινο και βραστό καρότο, με μπόλικο αυγολέμονο πάνω απ’ όλα και με νιφάδες φρέσκων φύλων σέλινου να στολίζουν το πιάτο (αχ!!). «Γουρουνίσια δίεση» τ' ονοματάκι του!


Για επιδόρπιο, τι άλλο από παραδοσιακό των ημερών γαλακτομπούρεκο, πασπαλισμένο την τελευταία στιγμή από πάνω με ζάχαρη και καμένο για να καραμελώσει (είτε με φλόγιστρο, είτε στο γκρίλ για λίγο) και με φλούδες γλυκό πορτοκάλι μπαϊ δε σάϊντ!!




Για μετ’ επιδόρπιο καφέ ελληνικό, vinsanto ή λευκό γλυκό Σάμος, κυδωνόπαστο και σύκα ξερά.




Αυτά και καλά κρασσά!!



Υ.Γ. Φυσικά όσο τρώμε θα ακούμε τραγούδια που έχουν εκτελεστεί από την Έφη Θώδη!




Τετάρτη, Δεκεμβρίου 27, 2006

… και η γη, το σπήλαιον τω απροσίτω προσάγει …


Στις πέντε, πήγα στο χωριό στην εκκλησιά, ανήμερα Χριστούγεννα. Είχε κόσμο, πολύ κόσμο, δεν το περίμενα. Όμορφες μάνες, μ’ όμορφες έφηβες κόρες, όμορφοι πατεράδες, νέοι, με κούτσικα στην αγκαλιά! Παλικαράκια και κοπελίτσες, παιδιά του σήμερα! Δεν το περίμενα! Κοίταξα γύρω… η δική μου η γενιά έλειπε. Είχε παλιούς, είχε και νιούς. Η γενιά των σαραντάρηδων.. απούσα! Πρώτη μου φορά πήγα και γω στην εκκλησιά, ανήμερα Χριστούγεννα.

Στάθηκα σε μιαν άκρη κι απορροφήθηκα απ΄τις εικόνες της εκκλησιάς. Άκουγα και τους ψαλμούς και με γαλήνευαν. Φτωχικό εκκλησάκι, τρίκλιτη βασιλική, με λίγες μόνο τοιχογραφίες, μου θύμισε τη Ρώσικη εκκλησία που ήταν στη γειτονιά μου και που σ΄αυτή μεγάλωσα ακούγοντας «γκόσποντι πομόλιντσα» αντί για «κύριε ελέησον»!

Οι ψαλμωδίες με νύσταξαν και πήγαν το νου μου σε παλιές ιστορίες. Θυμήθηκα μασάλια του πατέρα μου για τις μπάμπες στο χωριό του, στον Γέρμα Καστοριάς που σαν άκουγαν τον παπά να λέει «Λαβών ο Iησούς τον άρτον, ευλογήσας, αγιάσας, κλάσας...» μ΄ένα στόμα όλες ψιθύριζαν «τν’ πορδή σ’ να πιώ Χριστέ’μ» κι ύστερα … «τας θύρας τας θύρας…», νομίζανε «τα στείρας» και σκουντούσανε τις άτεκνες να τρίψουν τις κοιλιές τους για να κάνουν παιδί!Θυμήθηκα κι άλλα πολλά, με πιάνανε γέλια και σαν παιδί που το πιάσανε στα πράσα, ντρεπόμουν και προσπαθούσα να συνετισθώ και να συγκεντρωθώ στη λειτουργία!

Προσευχήθηκα, σκέφτηκα, θυμήθηκα, παρατήρησα, όλα τά’κανα κείνες τις τρεις ώρες κι αυτό με ηρέμησε πολύ! Στις οχτώ έφυγα για το σπίτι, χαρούμενη, γαληνεμένη, σα να ‘χα κάνει ψυχοθεραπεία. Η κουζίνα μοσχοβολούσε φρέσκο καφέ, η γαλοπούλα περίμενε να τη φουρνίσω κι η μέρα των Χριστουγέννων ξεκίνησε αυτή τη φορά διαφορετικά για μένα….

Χρόνια Πολλά! Και του χρόνου!

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 22, 2006

Να τα πούμεεεε ?????



Χριστός γεννιέται, χαρά στον κόσμο,
χαρά στον κόσμο, στα παλικάρια.
Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες,
η Παναγιά μας κοιλοπονούσε.
Κοιλοπονούσε, παρακαλούσε,
τους αρχαγγέλους, τους ιεράρχες.
-Σεις αρχάγγελοι και ιεράρχες, στη Σμύρνη πηγαίνετε, μαμές να φέρτε.
Αγία Μαρίνα, Αγία Κατερίνα, στη Σμύρνη πάνε, μαμές να φέρουν.
'Oσο να πάνε κι όσο να έρθουν, η Παναγιά μας ελυτρώθη,
στην κούνια το ΄βάλαν και το κουνούσαν, και το κουνούσαν, το τραγουδούσαν.
Σαν ήλιος λάμπει, σα νιο φεγγάρι, σα νιο φεγγάρι, το παλικάρι,
φέγγει σε τούτον το νοικοκύρη, με τα καλά του, με τα παιδιά του, με την καλή τη νοικοκυρά του...
(Θρακιώτικα κάλαντα)
...και του χρόνου!!!

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 21, 2006

Σ α α α λεέπ’!

Γωνία Τσιμισκή μ΄Αριστοτέλους είναι ο Τερκενλής!

Γωνία Τσιμισκή μ΄Αριστοτέλους είναι κι ο σαλεπ’τσής!

Ξανθιώτης, μερακλής κι αρτίστας! Πιάνει την λαβωμένη αλουμινένια κουτάλα του και τη βουτά στο υγρόν πύρ, μισογιομίζει το ποτήρι, ρίχνει κανέλλα και πιπερίριζα… «κάνει καλό για το βήχα..», ενημερώνει, το ξαναγυρνάει στην κουτάλα ν’ ανακατωθούν τ΄αρώματα κι από κει ξανά στο ποτήρι λίγο λίγο κι από αψηλά να πάρει αγέρα!!

Δεύτερη φορά κάνει το ίδιο νούμερο και το σαλέπι με διπλή χαρτοπετσέτα για κασκόλ, φτάνει στα χέρια σου. «Πρόσεχε! Καίει τη γλώσσα, λίγο λίγο και ρουφηχτά» συμβουλεύει!

«Θέλει τέχνη το σαλέπ’! Και στο μάζεμα και στο βράσιμο! Θέλει υπομονή, νοιάξιμο, να στέκεσ΄απο πάνου κι όλο ν΄ανακατώνεις, σε σιγανή φωτιά! Δεν το φτιάνουν όλοι έτσ’! Δεν ξέρουν. Το μάζωμα ύστερα!! Μεγάλη υπόθεση! Άλλο χρώμα τ’ αρσενικά κι άλλο τα θηλυκά! Και τα δυο κάνουν σαλέπ αλλά τα θηλυκά είναι τα καλύτερα! Τα σημαδεύουμε την άνοιξη και πάμε μετά, Αύγουστο μήνα να μάσουμε, ..όχι όλα, ..λίγα, νά’χει και τον άλλο χρόνο! Τη ρίζα θέλουμε , να την ξεράνουμε, να την κοπανίσουμε, … πολλή δουλειά, …δεν ξέρουν πολλοί να την κάνουν… Πρόσεχε! Καίει τη γλώσσα, λίγο λίγο και ρουφηχτά! Καλές γιορτές…»

Γλύκα – γλυκιά πιο γλυκιά κι από γλυκό φιλί! Γλύκα παχιά, πηχτή να κυλάει στο λαιμό και να τη νιώθεις, να πέφτει στο στομάχι λάβα γαλήνης και ζεστασιάς!

Καλά Χριστούγεννα!! Γλυκό σαλέπι να’ναι οι γιορτές σας!

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 20, 2006

Περί ορέξεως….

Κάθε που βλέπω κίτρινη κολοκύθα οι σιελογόνοι αδένες μου παθαίνουν μια σύσπαση κι οδηγούν τη σκέψη μου στις γλυκές κολοκυθόπιτες που φτιάχνει η μάνα μου στις περιόδους νηστείας. Συνταγή παλιά, Θρακιώτικη κι αγαπημένη! Στριφτή την κάνει και τη φορτώνει ζάχαρη και κανέλα από πάνω, έτσι για να γλυκαθεί η ψυχούλα, μα και το στερημένο από κρέατα στοματάκι μας. Το φύλλο δικό της, σπιτικό και τραγανό, μπόλικη η σταφίδα μέσα να συναγωνίζεται το καρύδι και τα δυο μαζί την κολοκύθα! Κι εκείνα τ’ αρώματα, … αχ!! εκείνα τ’ αρώματα! Η κανέλα αγκαλιά με το γαρίφαλο και το μοσχοκάρυδο να τρέχει να τις προφτάσει! Να δαγκώνεις και «κρακ» να τρίζει στο δόντι το χοντρούτσικο καρύδι κι η δροσερή κολοκύθα να σου μελώνει τη γλώσσα, η σταφίδα να δίνει λίγη αψάδα στο μάσημα κι η ζάχαρη κολλημένη στον ουρανίσκο νά ’ρχεται σαν επίγευση λυτρωτική!

Υλικά
Φύλλο :
(για ένα κλασικό ταψί φούρνου)
1 ποτήρι χλιαρό νερό
λίγο αλάτι
1 φλυτζανάκι του καφέ λάδι
½ φλυτζανάκι του καφέ ξύδι
800 γρ. περίπου αλεύρι (όσο για σφιχτή ζύμη)

Γέμιση :
1 κιλό κολοκύθι κόκκινο τριμμένο και καλά στιμμένο
ένα φλυτζάνι σταφίδες
ένα φλυτζάνι χοντοκομμένα καρύδια
ένα μικρό ξερό κρεμμύδι (ναι ναι!!!!)
μισό φλυτζάνι σταρένιο τραχανα
5 κουταλιές σούπας ζάχαρη
1 κουταλιά γλυκού κανέλλα
½ κουταλιά γλυκού γαρύφαλλο τριμμένο
λίγο μοσχοκάρυδο


Ζυμώνουμε καλά κι αφήνουμε στην άκρη 1-2 ώρες τη ζύμη πλασμένη σε μπάλα να ξεκουραστεί.
Σωτάρουμε σε λίγο λάδι το κρεμμύδι τριμμένο στο ψιλό του τρίφτη, συνεχίζουμε με την κολοκύθα και μόλις μαλακώσουν ρίχνουμε όλα τα υπόλοιπα υλικά κι αφήνουμε να φουσκώσει ο τραχανάς και να κρυώσει η γέμιση. Το κρεμμύδι είναι το «χου» στην κολοκυθόπιτα! Κόβει την έντονη κολοκυθίλα και δίνει γλύκα!!! Δεν ξέρω….. «έτσι τα βρήκαμε, έτσι τα κάνουμε»!!!

Χωρίζουμε σε κομμάτια τη ζύμη και ανοίγουμε λεπτό φύλλο. Το κάθε φύλλο το κόβουμε στη μέση και στη μεγάλη του πλευρά απλώνουμε μια γραμμή γέμιση. Τυλίγουμε χαλαρά σε κορδόνι κι αρχίζουμε να το στρίβουμε απ’ το κέντρο του ταψιού. Δε βάζουμε σφιχτά το ένα στ’ άλλο τα κορδόνια μας ώστε να ψηθούν καλά Μόλις το ταψί γεμίσει ραντίζουμε με λίγο λάδι και νερό και ψήνουμε στους 170 για 40 λεπτά περίπου.

Αφού ροδοκοκκινίσει καλά και κρυώσει, ρίχνουμε κανέλα και άχνη ζάχαρη κατά το δοκούν!

Μια φωτοβολίδα ...



Ένα μεγάλο, λαμπρό ουράνιο τόξο, σα ψωτοβολίδα
φύτρωσε σήμερα μές απ΄τα πέυκα του Σέϊχ Σου,
έριξε μια βαριεστημένη ματιά πάνω απ’ τη Σαλονίκη,
χάιδεψε τρυφερά τον Πύργο το Λευκό
κι έκανε γιορτινό μακροβούτι μες στο Θερμαϊκό!


Τι να σου κάνουν χίλια μύρια λαμπιόνια μπρος τη θέα του…. !!!

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 18, 2006

Η αντίφαση της μάνας.


Κατοχή! Η κυρά Σαραφεία ανοίγει διάπλατα τα κανάτια ν΄αερίσει κι ένα κατακόκκινο σφυροδρέπανο ορμάει μες στο σπίτι απ΄τον απέναντι τοίχο. Ένα άτσαλα γραμμένο «ΕΞΩ ΚΑΤΑΚΤΗΤΕΣ» την κάνει και μισοχαμογελάει …

«Ν’ αγιάσ’να τα χερούδια σας..!! » σιγοψιθυρίζει κι ορθώνει την πλάτη.

Το τζιάκ’ καίει στη γωνιά κι αυτή σέρνει το βήμα στη μέσα κάμαρα να ξυπνήσει τον δεκαεφάχρονο Στεφανή, τον πρωτότοκό της. «Έφεξε, σήκω» και πιάνει την κανάτα να του ρίξει να νυφτεί. Μες στο μισοσκόταδο βλέπει τα χέρια βρώμικα, τα νύχια γεμάτα μπογιά ...κόκκινη μπογιά....

«Αγιού!!! Κω χαρά στο θάμα!!! Θα στα κόψω βρε αχριγιάν’(ι) τα χέρια’σ...!!»

Ξεκουράσου στη γαλήνη Στεφανή! Τέλειωσαν τα Μακρονήσια της ζωής σου....

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 15, 2006

Τ’ αγαπημένα μου «μυρμηγκάκια» ξαγρυπνούν!



Εγκυκλοπαιδικές Πληροφορίες :
Οι Πέρσες ονόμαζαν τις μαρμότες «μυρμήγκια της γης». Η μαρμότα είναι από τα πιο μεγάλα τρωκτικά των βουνών. Στην Ελλάδα δε συχνάζει, αλλά κι εκεί όπου αφθονεί, δεν είναι πολύ γνωστή. Ίσως επειδή αυτό το ευκίνητο, παιχνιδιάρικο και χαριτωμένο ζώο κάνει διπλή ζωή. Όταν έχει καλοκαιρία, ζει στα λιβάδια, αλλά με τα πρώτα κρύα τρέχει να κρυφτεί κάτω από τη γη.
Η μαρμότα ζει στα ορεινά λιβάδια, σε υψόμετρο από 1.800 ως 3.000 μέτρα. Από την άνοιξη ως τα τέλη καλοκαιριού, αφιερώνει καθημερινά όλον της το χρόνο στην αναζήτηση τροφής. Η εποχή του ζευγαρώματος ξεκινά στις αρχές Απριλίου για τις μαρμότες, όταν τελειώνει η χειμερία νάρκη. Tο γονιμοποιημένο θηλυκό κυοφορεί επί πέντε εβδομάδες περίπου. Συχνά εγκαθίσταται σε μια υπόγεια φωλιά, κάπου δέκα μέτρα μακριά από τους άλλους. Την καθαρίζει και την ντύνει με ξερά χόρτα πριν γεννήσει. Aυτό θα συμβεί προς τα τέλη Μαΐου ή στις αρχές Ιουνίου. Kάθε γέννηση φέρνει στο φως δύο ως επτά μικρά.
Τον Οκτώβριο οι μέρες μικραίνουν και η θερμοκρασία πέφτει. Oι μαρμότες θα πρέπει να έχουν ετοιμάσει ήδη το λαγούμι όπου θα ξεχειμωνιάσουν ._




Έχω λοιπόν την τύχη, στην έκταση που βρίσκεται ανάμεσα στο εξοχικό μου σπίτι και στη θάλασσα να κατοικοεδρεύει μια ολόκληρη αποικία από μαρμότες! Ένα περίπλοκο δίκτυο υπόγειων λαγουμιών τις κάνει να μας μπερδεύουν διαρκώς και να μας κρύβονται εύκολα. Όταν τις πρωτοείδαμε νομίσαμε πως είναι σκιουράκια, μας παραξένεψε μετά η μικρή ουρά που είχαν ώσπου κάποιος μας είπε ότι είναι μαρμότες.

Μάθαμε γι αυτές! Μητριαρχικές οικογένειες, διώχνουν τ΄αρσενικά σα μεγαλώσουν. Η μάνα κρατάει το λαγούμι και διώχνει και τις κόρες. Σαν τύχει κάποιο κακό, φιλοξενεί «μόνο» το δικό της σόϊ!! Έχει αναπτύξει μηχανισμό που αναγνωρίζει την οικογένεια!! Έχει ακτίνα επικράτειας, πολεμάει σκληρά και διώχνει όποιον την καταπατήσει!

Έχει κι άλλες ικανότητες η μαρμότα! Στην Αμερική σε μια πολιτεία, περιμένουν όλοι με αγωνία, γύρω στο τέλος Φλεβάρη την πρώτη μαρμότα που θα βγεί απ΄τη φωλιά της! Μαζεύεται κόσμος πολύς και παρακολουθεί με υπομονή! Θα δείξει λέει, η μαρμότα τον ερχομό ή όχι της Άνοιξης, απ’ την κατεύθυνση που θα κοιτάξει βγαίνοντας απ το λαγούμι!

Η μαρμότα τρώει τρυφερά φυλλαράκια και καμιά φορά καταδέχεται και τα φλούδια από φρούτα που της ρίχνουμε. Στέκεται χαριτωμένα στα πίσω ποδαράκια και με τα δυο χέρια φέρνει την τροφή στο στόμα! Κάθε πρωί ρουφάει τις δροσοσταλίδες απ’ τα χόρτα. Με πάθος κι ακούραστα, αρχίζει μετά να ετοιμάζει το λαγούμι για τη γέννα! Με βιασύνη μαζεύει ξερά χορταράκια και τα τακτοποιεί μες. Το λαγούμι! Στη μέση του καλοκαιριού θα δούμε και τα μικρά, 2-3 συνήθως!


Η πρώτη μας έννοια κάθε πρωί είναι τα μαρμοτάκια. Στο ένα χέρι ο καφές και στ’ άλλο τα κιάλια για να τα μελετάμε σε κοντινό πλάνο! Που και που ρίχνουμε και καμιά ματιά στο νταλιάνι μπας και δούμε κάνα ψάρι να πηδάει ή κάναν κορμοράνο να στεγνώνει τα φτερά του! Η κοντινότερη απόσταση που τά’χω πλησιάσει είναι ένα μέτρο, τα μικρούλια, πριν αναπτύξουν μηχανισμούς αυτοπροστασίας. Στεκόμουν ακίνητη για ένα τέταρτο, πίσω του, ακίνητο κι αυτό και το χάζευα. Ο αέρας ήταν κόντρα μάλλον και δε με καταλάβαινε, παρ’ όλα αυτά ένιωθε κάποιον κίνδυνο που το’κανε να στέκεται και ν’ αφουγκράζεται.

Με τον ερχομό του Φθινοπώρου, πρώτα τ΄αρσενικά κι ένα μήνα μετά τα θηλυκά χώνονται στα λαγούμια για να ξεχειμωνιάσουν, να κοιμηθούν! Τέλος Οκτώβρη δεν κυκλοφορεί πια ψυχή …συνήθως! Έτσι γίνεται κάθε χρόνο … Εκτός από φέτο! Φέτο το κρύο δεν ήρθε ακόμη και το βιολογικό τους ρολόι ανατινάχτηκε! Τριγυρίζουν ακόμη ζαλισμένα, περιμένοντας την εντολή της φύσης … κι εκείνη αργεί!
Θα προλάβουν να ξεκουραστούν οι μαρμότες μου φέτο………..???

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 14, 2006

Περί λιγούρας!


λιγούρα : (η) (μετφ) ζωηρός πόθος, επιθυμία : «βλέπει τα κορίτσια και τον πιάνει λιγούρα»
λιγουρεύω : (ρ. Μετβ) αορ. (ε)λιγούρεψα, μετχ παθ. Παρκ. Λιγουρεμένος : καταλαμβάνομαι υπό αδυναμίας διά κάτι, υπό επιθυμίας να φάγω τι ή να το αποκτήσω, ποθώ.
(ΠΡΩΪΑΣ - ΣΥΓΧΡΟΝΟΝ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ )




Με μια «λιγούρα» μού’ρθε το αγόρι μου χτες βράδυ, «λιγούρα» για γλυκό (KAI για κορίτσια) και μ’ έκανε κι εμένα κι «ελιγούρεψα» κι έχοντας και το φρεσκοαποκτηθέν Α4 μέλι (Α-νατολικής, Α-ττικής, Α-φάρμακο, Α-φιλτράριστο) στο ντουλάπι να μας γνέφει, την πήραμε εύκολα την απόφαση κι ευθύς η κατσαρόλα γέμισε με φρέσκο λάδι (...τό’χα και τάμα να κάνω λουκουμάδες για την καλή σοδειά!!!) και μπήκε στο μάτι το κεραμικό!




Ένα φλιτζάνι χλιαρό νερό έβαλα
Μια κουταλίτσα ζάχαρη
Μισή αλάτι
Δυο λάδι
Ένα φακελάκι ξερή μαγιά και
Ενάμισι φλυτζάνι αλεύρι



Όλα μαζί τα ανακάτωσα καλά στο multi (ίσα ίσα ήρθανε) και στραγγίζοντάς τα σ’ ένα μεγάλο μπώλ, τά ‘κρυψα στο φούρνο που ‘καιγε στο 30-40 για ένα μισάωρο.

Ήρθε και φούσκωσε ο χυλός και γιόμισε φουσκάλες που κάτσανε βέβαια μόλις έβαλα μέσα κουτάλι αλλά ξαναφούσκωναν στη συνέχεια . Καλό κάψιμο το λάδι και κουταλιά κουταλιά μέσα στην κατσαρόλα! Για βοήθεια να μη κολλάει βρέξιμο το κουτάλι με νερό. Μόλις ροδίζανε τα μπαλάκια όξω! Κι άλλα παίρνανε τη θέση τους.

Σ’ ένα μικρό μπρίκι βάζω 5-6 κουταλιές Α4 μέλι κι ένα σφηνάκι νερό και δίνω μια βράση. Περιχύνω τους λουκουμάδες (κοιτάχτε πως γυαλίζει!!) κι ορμάμε! Στο πλάι έχει και τριμμένα καρύδια για όποιον το επιθυμεί και κανέλλα!

Άντε βρε!! Και του χρόνου καλή σοδειά να’χουμε!!

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 13, 2006

Ο Ντίνος κι ο σπίνος!



Είχε μια κοιλίτσα!!! Όταν τον πρωτοείδα, μου πήρε ένα – δυο λεπτά, να καταλήξω στο τι χρώμα είναι. Αρχικά είπα, καφετί,… με λίγο πορτοκαλί, … όχι,… κόκκινη μήπως,…. σκούρο πορτοκαλί, ….όχι! Το χρώμα της σκουριάς! Αυτό έχει η κοιλίτσα του. Μια ολοστρόγγυλη, χοντρουλή, πουπουλένια, σκουριασμένη κοιλίτσα. Πρωτοεμφανίστηκε μαζί με τα χιόνια στο παρτέρι της αυλής μου. Με τα φτεράκια του μισάνοιχτα και κρεμασμένα, «φίτ, φίτ» φώναζε κι έψαχνε, έψαχνε… Κι εγώ, πίσω απ΄το τζάμι το χάζευα. Έβλεπα τις μαύρες χαντρούλες που είχε για ματάκια και το λεπτούτσικο ράμφος. Έκανα ν΄ανοίξω την πόρτα κι αμέσως χάθηκε. Μια φρυγανιά του ‘τριψα στην αρχή. Ήρθε, επιφυλακτικό, όλο νευρικές κινήσεις, δοκίμασε, έφυγε, ξανάρθε κι αυτή ήταν η αρχή. Τις επόμενες μέρες το μενού διαφοροποιήθηκε. Έφαγε τραχανά, πλιγούρι, ψίχουλα, σουσάμι, κουάκερ. «Σπίνος είναι» μου είπε ο Ντίνος « ή κοκκινολάιμης…», (το σπίνος μ’ άρεσε πιο πολύ!) και αρχικά τον είδε με συμπάθεια. Κανα δυο φορές μάλιστα, νοιάστηκε αν τον τάισα.

Η σχέση μας, αναπτύχθηκε σε μια σχέση εμπιστοσύνης. Ο σπίνος μου, άρχισε όλο και πιο κοντά να μένει, κάθε που του «σέρβιρα» το φαγητό του. Μέχρι που όταν έβγαλα τις προάλλες, ένα κέικ να κρυώσει στο τραπέζι, πριν καν απομακρυνθώ, ήρθε κι άρχισε να το τσιμπολογάει. Κι όταν φώναξα και το έδιωξα, κάθισε ένα μέτρο πιο πέρα και με κοίταγε με μια απορία, γυρνώντας στο πλάι το κεφαλάκι του! Ήταν σίγουρο πως ήταν δικό του το κέικ. Το κέικ όμως ήταν του Ντίνου κι όταν ο Ντίνος έμαθε για το περιστατικό, άρχισε να βλέπει το σπίνο με στραβό μάτι. «Ε! Όχι και να μας φάει το κέικ!»

Ήταν η πρώτη ένδειξη, που κακώς δεν της έδωσα σημασία. Το επόμενο περιστατικό, είχε να κάνει με το σουσάμι που είχε πέσει μεσ’ την ψωμιέρα και ο Ντίνος, χωρίς να με ρωτήσει, θέλοντας να βοηθήσει, το πέταξε, καθαρίζοντας το κουτί. «Αμάν ρε Ντίνο!» του είπα, (άδικα φερόμενη). «Τι θες και χώνεσαι! Το ήθελα για το σπίνο!». Έτσι έγινε ο πρώτος μας καβγάς για τον σκουριοκοιλίτσα! «Αμάν! Μας έχεις πρήξει» μου είπε κάποια στιγμή που έλεγα την ιστορία σε μια φίλη. «Βαρέθηκα ν΄ακούω για το σπίνο»!

Οι παγωνιές πέρασαν και λογικά, ο μικρούλης σπίνος, μπορούσε να βρει τροφή. Είχαμε γίνει όμως φιλαράκια και κάθε μέρα ήταν έξω απ΄την πόρτα και με φώναζε «φίτ – φίτ». «Άντε ρε μαμόθρεφτο, τρέχα να βοσκήσεις μόνο σου!» άκουσα τον Ντίνο να του λέει μια μέρα. Μη σας πω για την αντίδρασή του όταν του ζήτησα να πει στο μαραγκό, να μας φτιάξει μια ξύλινη ταΐστρα – ποτίστρα – φωλίτσα, για να τη βάλουμε στο βραχόκηπο για τον σπίνο! Μια αντιπαλότητα άρχισε ανάμεσα στο Ντίνο και στο σπίνο που σίγουρα θά’παιρνε διαστάσεις αν ο σπίνος δεν την κοπανούσε για άλλα μέρη! Ήρθαν τα χελιδόνια, έφυγε ο σπίνος.
Τις προάλλες ένας νέος σπίνος φάνηκε στην αυλή μας. Δεν είναι ο ίδιος, μας φοβάται, κουρνιάζει όμως στα ίδια μέρη που κούρνιαζε κι ο δικός μας! Ο Ντίνος δεν του δίνει ακόμη σημασία, δεν ξέρω όμως τι θα κάνει στην πορεία….!!!

Επιστροφή στη μπλογκόσφαιρα!

Λέω να δοκιμάσω να ξαναγράψω ημερολόγιο ....
Στην πρώτη δοκιμή απέτυχα ...
Θα δούμε..

Free Counters
Free Counter Hungry For Life